-
1 αλαομαι
(aor. ἠλήθην, pf. в знач. praes. ἀλάλημαι)1) блуждать, странствовать, скитаться(κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὴ ξένης χώρας Soph. или ἐπὴ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.)
ἔδεισα μέ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. — боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях2) проходить в своих странствиях(ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; οὔρεα καὴ δρυμούς Theocr.)
3) быть изгнанным(ἔκ τινος Soph.)
ἀλᾶσθαι μετὰ τὸν φόνον τινός Thuc. — быть изгнанным вследствие убийства кого-л.4) оказаться лишенным(εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.)
5) перен. заблуждаться, быть в неведенииἴσμεν οὐδὲν τρανές, ἀλλ΄ ἀλώμεθα Soph. — мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем
-
2 αοικος
21) лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.ἐπὴ ξένης χώρας ἄ. Soph. — бездомный изгнанник
2) негодный для жилья(εἰσοίκησις Soph.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek